- ἀμφίεργος
- ἀμφίεργος, ον,A worked or prepared in two ways,
ἡμιβρεχῆ καὶ ἡμίειλον ἥν καλοῦσί τινες ἀ. Thphr.CP3.23.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμιβρεχῆ καὶ ἡμίειλον ἥν καλοῦσί τινες ἀ. Thphr.CP3.23.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίεργος — ἀμφίεργος, ον (Α) λέγεται για τη γη που κατά την εποχή τής σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + εργος < ἔργον] … Dictionary of Greek
ἀμφίεργον — ἀμφίεργος worked masc/fem acc sg ἀμφίεργος worked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek